Γράμμα του αρφάβητου αριθμός 10 τουτέστιν το γράμμα Κ. Γράμμα με πολλά "λήμματα" όπως λένε οι γραμματιζούμενοι.
κ
καδρόνι από μυαλό = βλάκας
καθάρισε τη φάβα = μίλα καλά
καθαρός = απένταρος
κάθομαι φακίρης στο καρφί = έχω έγνοια,αγωνία,στεναχώρια
καλάμι = σε αυτοσχέδιος αργιλέδες χρησιμοποιούσαν για μαρκούτσι καλάμι
καλάρω = ρίχνω τα δίχτυα για να πιάσω ψάρια,ρίχνω σπόντες για να πάρω λόγια(μτφ)
καλλιόπη ή χτένι = τρόποι χαρτοκλεψιάς
καλντερίμι = δρομάκι. η προσπάθεια της πόρνης να εξασφαλίσει πελάτη στο δρόμο
κάμα = δίκοπο μαχαίρι
καμπίσιο = φτωχό,ασήμαντο
καμώματα = υποκρισίες
καμωματού = υποκρίτρια
κανναβούρι = συνθηματική λε΄ξη για το χασίς
κάνει τη γαλάζια κορδέλα = κάνει την αγνή (για γυναίκες μόνο)
καντίνι = τελειότητα,(μτφ) ντύθηκες στο καντίνι,που σημαίνει στολίστηκες
κάνω άπωσον = διώχνω
κάνω βδελάτο = κολλάω άσχημα...
κάνω βουτηχτή = αρπάζω
κάνω γιούργια = επιτίθεμαι,ορμάω
κάνω γκεζί = συμφωνώ
κάνω ζύγια = υπολογίζω
κάνω καλντερίμι = (επί πόρνης) αναζητώ πελάτες στο δρόμο
κάνω κεφάλι = έρχομαι στο κέφι
κάνω κοντάρι = είμαι εξαρτώμενος
κάνω κρά = επιθυμώ κάτι πολύ
κάνω λακρεντί = υποχωρώ
κάνω μόστρα = επιδεικνύομαι
κάνω μπούκα = κάνω διάρρηξη
κάνω μόκο = σιωπώ
κάνω περίπολο = συχνάζω
κάνω πορεία = βολεύομαι
κάνω ρετάλι = εξευτελίζω
κάνω σέρβα = προσφέρω
κάνω στο ανοιχτό = δεν πλησιάζω,δεν ενοχλώ
κάνω στοπαριστό = σταματάω
κάνω σφουγγάρι = εκβιάζω
κάνω την τρελλή μου = κάνω αταξίες,σπατάλες
κάνω το στητό καδρόνι = καμαρώνω
κάνω τουμπεκί = σιωπώ,κάνω τον κουτό
κάνω τρακαριστό = βρίσκω τυχαία
κάνω χτένι = κανονίζω,καθορίζω
Καπετανάκης = Διαβόητος για την σκληρότητά και την ρουφιανιά του δεσμοφύλακας των φυλακών της Αίγινας.Πότε ακριβώς ήταν εκεί άγνωστο
καπηλειό = ταβερνάκι
καπρίτσιο = παραξενιά
καπριτσόζα = η γυναίκα που κάνει πείσματα
καραγκιοζάκι = κάλπικο ζάρι
Καρακόλι = αστυνομικός σταθμός
Καρά νταζί = (μαύρο βουνό).Ιδιωματική προφορά του Καρανταϊ
Καρανταϊ = ήμερο βουνό με αμπέλια σε απόσταση μισής ώρας δυτικά από τα Αλατσατά
καραντουζένι = τρόπος κουρντίσματος του μπουζουκιού
καρασεβντάς = μεγάλος καϋμός
κάργα (επιρ.) = τελείως,απόλυτα
κάρδαμος = γερός,χεροδύναμος
καρούτα = άχρηστος,ανάξιος
καρσιλαμάς = χορός αντικριστός
καρφώνω = προδίδω,καταδίνω
καρφωτήδες = προδότες,ρουφιάνοι
κασαδόρος = διαρρήχτης χρηματοκιβωτίων
καταλαβαίνω τα έξυπνα = βλέπω μακρυά,διαισθάνομαι
καταπίνω το σκουμπρί = πιστεύω
κατσιβέλα = γύφτισσα
κατσιρμπαντζής = λαθρέμπορας
κατσιρμάς (ό) = το λαθραίο
καφετζής = έτσι λέγανε παλιά τους καταστηματάρχες
καψουρεύομαι = ερωτεύομαι,παθιάζομαι
καψουρεύω = γουστάρω
καψούρης = ερωτευμένος πολύ,κάποιος που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης εξαιτίας κάποιας αδυναμίας του
κελαϊδάει το σίδερο = πυροβολεί το πιστόλι
κελεψές = χειροπέδα
κεμπάρης = αξιοπρεπής΄σοβαρός άνθρωπος άξιος σεβασμού
κερχανάς = συνοικία με μπουρδέλα
κιτάπι = γραφτό,γραμμένο,πεπρωμένο (μτφ)
κλειστή γρίλια = φυλακή
κόβω = παρατηρώ με προσοχή,εξετάζω ,ερευνώ
κόβω κότα = κατασκοπεύω
κόβω μάπες = επεξεργάζομαι πρόσωπα,παρατηρώ
κόβω τη βασιλόπιτα = μοιράζω
κόβω χαφτάνι = διακόπτω
κοκαΐνη = ναρκωτικό
κόκαλο = ζάρι
κοκοράκι = σκονάκι
κολλάω τα ζάρια = κρατάω τα ζάρια με τρόπο που όταν τα ρίξω να φέρω τη ζαριά που θέλω
κολλάω τις φωτιές = ανάβω το αργιλέ (μτφ)
κολλαροκόλληση = τύλιγμα με έγγραφα
κολντερίμης = αστυνομικός,φρουρός,(μτφ) προστάτης
κολοκοτρωνάτα = αγαλμάτινα
κολοκυθοκορφάδα = καλοπέραση
κομισιέρης = Τούρκος αστυνομικός,βαθμοφόρος.Κάτι αντίστοιχο με τον Έλληνα υπαστυνόμο
Κομπάσο = ναυτικό όργανο μέτρησης,μέτρο,καλός υπολογισμός
κόνξες = κόλπα.πείσματα,αναποδιές
κονομιέμαι = κερδίζω λεφτά,λύνω τα προβλήματά μου (μτφ)
κοντραμπατζής = λαθρέμπορος
κόντρα πάσα = επιστροφή πράγματος
κοντραπλακέ = ηλίθιος
κόρδα = χορδή
κορδελάκια = φιγούρες,προσποιήσεις
Κορδελιό = συνοικία της Σμύρνης
κορδόνι χωρίς κόμπο = κανονικά,τίμια
κότσος = κορόιδο
κουβάς με φρόκαλο = σκουπιδοτενεκές
κουβέρτα = το τραπέζι της κυβοπαιξίας
κουκί = ψήφος
κουκουνάρι = αφελής
κουκουναριά = η μηχανή,η πονηρή δουλειά
κουλάφας = τιποτένιος
κουλαντρίζω = κολακεύω,προσπαθώ να εξασφαλίσω την εύνοια κάποιου
κουμαντάρω τα κόζα = διευθύνω
κουμάρι = είδος χορταριού
κουμπές = θόλος της εκκλησίας
κουνιστή πολυθρόνα = αρσενικός θηλυπρεπείς
κουνουπάτα = ψιθυριστά
κουνουπίδι = βλάκας,μεθυσμένος
κουπί = το χέρι
κουρμπέτι = μέρος που ζει κανείς,μέρος που βγάζει το ψωμί του κάποιος λαϊκός τύπος
κουρντίζομαι = ετοιμάζομαι,στολίζομαι
Κουσαντιανή = αυτή που προερχόταν από την Έφεσο (τουρκικά Κουσάνταση).Στην Έφεσο κατασκευαζόντουσαν εξαιρετικά μαχαίρια
κουσουμάρω = ζυγίζω με το μάτι,χρησιμοποιώ
κουτούκι = καταφύγιο,σπίτι,μαγαζί
κουτσαβάκης = ψευτόμαγκας,ψευτοπαλικαράς,καταδιωγμένος (μτφ)
κούτσουρο = τάλιρο
κούφια αχιβάδα = χωρίς σημασία
κούφιο = περίστροφο,γενικά το όπλο
κοφτή = μαχαίρι
κοχλαράκιας = η λέξη προέρχεται από το κοχλάρι ή κουτάλι και εννοεί τον τοξικομανή που παίρνει ναρκωτικό με το κουτάλι
κρατώ τεντωμένη κλωστή = διατηρώ σχέσεις
κρεμάστρα = ηλίθιος
κρεμάω πλισέ = κάνω ρυτίδες
κρυάδα = ανάγκη
Αυτά για σήμερα καλά μου παλικάρια,βαρύ ο μάθημα σήμερα όπως και ο χώρος που μας φιλοξενεί.
Από Νικόλα.Ευχαριστούμε.
κ
καδρόνι από μυαλό = βλάκας
καθάρισε τη φάβα = μίλα καλά
καθαρός = απένταρος
κάθομαι φακίρης στο καρφί = έχω έγνοια,αγωνία,στεναχώρια
καλάμι = σε αυτοσχέδιος αργιλέδες χρησιμοποιούσαν για μαρκούτσι καλάμι
καλάρω = ρίχνω τα δίχτυα για να πιάσω ψάρια,ρίχνω σπόντες για να πάρω λόγια(μτφ)
καλλιόπη ή χτένι = τρόποι χαρτοκλεψιάς
καλντερίμι = δρομάκι. η προσπάθεια της πόρνης να εξασφαλίσει πελάτη στο δρόμο
κάμα = δίκοπο μαχαίρι
καμπίσιο = φτωχό,ασήμαντο
καμώματα = υποκρισίες
καμωματού = υποκρίτρια
κανναβούρι = συνθηματική λε΄ξη για το χασίς
κάνει τη γαλάζια κορδέλα = κάνει την αγνή (για γυναίκες μόνο)
καντίνι = τελειότητα,(μτφ) ντύθηκες στο καντίνι,που σημαίνει στολίστηκες
κάνω άπωσον = διώχνω
κάνω βδελάτο = κολλάω άσχημα...
κάνω βουτηχτή = αρπάζω
κάνω γιούργια = επιτίθεμαι,ορμάω
κάνω γκεζί = συμφωνώ
κάνω ζύγια = υπολογίζω
κάνω καλντερίμι = (επί πόρνης) αναζητώ πελάτες στο δρόμο
κάνω κεφάλι = έρχομαι στο κέφι
κάνω κοντάρι = είμαι εξαρτώμενος
κάνω κρά = επιθυμώ κάτι πολύ
κάνω λακρεντί = υποχωρώ
κάνω μόστρα = επιδεικνύομαι
κάνω μπούκα = κάνω διάρρηξη
κάνω μόκο = σιωπώ
κάνω περίπολο = συχνάζω
κάνω πορεία = βολεύομαι
κάνω ρετάλι = εξευτελίζω
κάνω σέρβα = προσφέρω
κάνω στο ανοιχτό = δεν πλησιάζω,δεν ενοχλώ
κάνω στοπαριστό = σταματάω
κάνω σφουγγάρι = εκβιάζω
κάνω την τρελλή μου = κάνω αταξίες,σπατάλες
κάνω το στητό καδρόνι = καμαρώνω
κάνω τουμπεκί = σιωπώ,κάνω τον κουτό
κάνω τρακαριστό = βρίσκω τυχαία
κάνω χτένι = κανονίζω,καθορίζω
Καπετανάκης = Διαβόητος για την σκληρότητά και την ρουφιανιά του δεσμοφύλακας των φυλακών της Αίγινας.Πότε ακριβώς ήταν εκεί άγνωστο
καπηλειό = ταβερνάκι
καπρίτσιο = παραξενιά
καπριτσόζα = η γυναίκα που κάνει πείσματα
καραγκιοζάκι = κάλπικο ζάρι
Καρακόλι = αστυνομικός σταθμός
Καρά νταζί = (μαύρο βουνό).Ιδιωματική προφορά του Καρανταϊ
Καρανταϊ = ήμερο βουνό με αμπέλια σε απόσταση μισής ώρας δυτικά από τα Αλατσατά
καραντουζένι = τρόπος κουρντίσματος του μπουζουκιού
καρασεβντάς = μεγάλος καϋμός
κάργα (επιρ.) = τελείως,απόλυτα
κάρδαμος = γερός,χεροδύναμος
καρούτα = άχρηστος,ανάξιος
καρσιλαμάς = χορός αντικριστός
καρφώνω = προδίδω,καταδίνω
καρφωτήδες = προδότες,ρουφιάνοι
κασαδόρος = διαρρήχτης χρηματοκιβωτίων
καταλαβαίνω τα έξυπνα = βλέπω μακρυά,διαισθάνομαι
καταπίνω το σκουμπρί = πιστεύω
κατσιβέλα = γύφτισσα
κατσιρμπαντζής = λαθρέμπορας
κατσιρμάς (ό) = το λαθραίο
καφετζής = έτσι λέγανε παλιά τους καταστηματάρχες
καψουρεύομαι = ερωτεύομαι,παθιάζομαι
καψουρεύω = γουστάρω
καψούρης = ερωτευμένος πολύ,κάποιος που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης εξαιτίας κάποιας αδυναμίας του
κελαϊδάει το σίδερο = πυροβολεί το πιστόλι
κελεψές = χειροπέδα
κεμπάρης = αξιοπρεπής΄σοβαρός άνθρωπος άξιος σεβασμού
κερχανάς = συνοικία με μπουρδέλα
κιτάπι = γραφτό,γραμμένο,πεπρωμένο (μτφ)
κλειστή γρίλια = φυλακή
κόβω = παρατηρώ με προσοχή,εξετάζω ,ερευνώ
κόβω κότα = κατασκοπεύω
κόβω μάπες = επεξεργάζομαι πρόσωπα,παρατηρώ
κόβω τη βασιλόπιτα = μοιράζω
κόβω χαφτάνι = διακόπτω
κοκαΐνη = ναρκωτικό
κόκαλο = ζάρι
κοκοράκι = σκονάκι
κολλάω τα ζάρια = κρατάω τα ζάρια με τρόπο που όταν τα ρίξω να φέρω τη ζαριά που θέλω
κολλάω τις φωτιές = ανάβω το αργιλέ (μτφ)
κολλαροκόλληση = τύλιγμα με έγγραφα
κολντερίμης = αστυνομικός,φρουρός,(μτφ) προστάτης
κολοκοτρωνάτα = αγαλμάτινα
κολοκυθοκορφάδα = καλοπέραση
κομισιέρης = Τούρκος αστυνομικός,βαθμοφόρος.Κάτι αντίστοιχο με τον Έλληνα υπαστυνόμο
Κομπάσο = ναυτικό όργανο μέτρησης,μέτρο,καλός υπολογισμός
κόνξες = κόλπα.πείσματα,αναποδιές
κονομιέμαι = κερδίζω λεφτά,λύνω τα προβλήματά μου (μτφ)
κοντραμπατζής = λαθρέμπορος
κόντρα πάσα = επιστροφή πράγματος
κοντραπλακέ = ηλίθιος
κόρδα = χορδή
κορδελάκια = φιγούρες,προσποιήσεις
Κορδελιό = συνοικία της Σμύρνης
κορδόνι χωρίς κόμπο = κανονικά,τίμια
κότσος = κορόιδο
κουβάς με φρόκαλο = σκουπιδοτενεκές
κουβέρτα = το τραπέζι της κυβοπαιξίας
κουκί = ψήφος
κουκουνάρι = αφελής
κουκουναριά = η μηχανή,η πονηρή δουλειά
κουλάφας = τιποτένιος
κουλαντρίζω = κολακεύω,προσπαθώ να εξασφαλίσω την εύνοια κάποιου
κουμαντάρω τα κόζα = διευθύνω
κουμάρι = είδος χορταριού
κουμπές = θόλος της εκκλησίας
κουνιστή πολυθρόνα = αρσενικός θηλυπρεπείς
κουνουπάτα = ψιθυριστά
κουνουπίδι = βλάκας,μεθυσμένος
κουπί = το χέρι
κουρμπέτι = μέρος που ζει κανείς,μέρος που βγάζει το ψωμί του κάποιος λαϊκός τύπος
κουρντίζομαι = ετοιμάζομαι,στολίζομαι
Κουσαντιανή = αυτή που προερχόταν από την Έφεσο (τουρκικά Κουσάνταση).Στην Έφεσο κατασκευαζόντουσαν εξαιρετικά μαχαίρια
κουσουμάρω = ζυγίζω με το μάτι,χρησιμοποιώ
κουτούκι = καταφύγιο,σπίτι,μαγαζί
κουτσαβάκης = ψευτόμαγκας,ψευτοπαλικαράς,
κούτσουρο = τάλιρο
κούφια αχιβάδα = χωρίς σημασία
κούφιο = περίστροφο,γενικά το όπλο
κοφτή = μαχαίρι
κοχλαράκιας = η λέξη προέρχεται από το κοχλάρι ή κουτάλι και εννοεί τον τοξικομανή που παίρνει ναρκωτικό με το κουτάλι
κρατώ τεντωμένη κλωστή = διατηρώ σχέσεις
κρεμάστρα = ηλίθιος
κρεμάω πλισέ = κάνω ρυτίδες
κρυάδα = ανάγκη
Αυτά για σήμερα καλά μου παλικάρια,βαρύ ο μάθημα σήμερα όπως και ο χώρος που μας φιλοξενεί.
Από Νικόλα.Ευχαριστούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου